- ακρωτηριαστής
- ο [ακρωτηριάζω]αυτός που ενεργεί ακρωτηριασμό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακρωτηριάζω — (Α ἀκρωτηριάζω) 1. (για πράγματα) κόβω, κυρίως τις άκρες 2. (για ανθρώπους) (αρχ. και το μεσ.) κόβω μέλος τού σώματος κάποιου, κυρίως χέρι ή πόδι 3. κολοβώνω, σακατεύω, παραμορφώνω νεοελλ. με εγχείριση τέμνω μέλος τού ανθρώπινου σώματος αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
ερμοκοπίδης — ἑρμοκοπίδης, ὁ (Α) ο ακρωτηριαστής ερμών (μικρών αγαλμάτων τού θεού Ερμή) («ὅπως τῶν ἑρμοκοπιδῶν μή τις ὑμᾱς ὄψεται», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ερμής + κοπίδης (< κόπτω)] … Dictionary of Greek
παρασχιστής — και παρασχίστης, ὁ, Α [παρασχίζω] 1. αυτός που σχίζει από τα πλάγια ή κατά μήκος τα σώματα για να τά ταριχεύσει 2. ο ακρωτηριαστής 3. διαρρήκτης, κλέφτης που κάνει διάρρηξη θύρας … Dictionary of Greek